Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Ιστορία μια μικρής αναγνωστρίας: Συγκλονιστικό, διαβάστε το και διαβάστε το και σε ατούς που δεν έχουν internet

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

«...Η δασκάλα μας σήμερα, μας ρώτησε πως περάσαμε το καλοκαίρι και όλα τα παιδιά είχαν να της πούνε πολύ ωραία πράγματα από τα.......

μέρη που πήγανε διακοπές εφέτος, εκτός από κάνα δυο, που οι γονείς τους δεν είχανε λεφτά και δεν πήγανε διακοπές άλλα καθίσανε εδώ και πηγαίνανε για μπάνιο με τα πούλμαν του Χαλουλου, με τα όποια πηγαίνει και η γιαγιά μου, όχι για να κάνει μπάνιο άλλα για να κάνει λέει αμμόλουτρα, να της περάσει η μέση της που την πονάει. 

 Έμενα όμως η δασκάλα όταν ήρθε η σειρά μου δεν με ρώτησε γιατί ξέρει, όπως το ξέρουνε όλοι στη γειτονιά μου, στου Γκύζη, ότι ο μπαμπάς μου έπεσε το καλοκαίρι από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας και έφυγε πολύ-πολύ μακριά, πολύ πιο μακριά από εκεί που μπορούν να φτάσουν τα πούλμαν του Χαλουλου ή όποια άλλα πούλμαν. 
 Αν όμως με ρωτούσε θα είχα να της πω ένα σωρό πράγματα, γιατί πριν να φύγει ο μπαμπάς μου, μας είχανε κόψει το ρεύμα και η μαμά μαγείρευε τάχα μου στο πετρογκαζι, κάτι φαγητά που τα έφερνε κρυφά από την εκκλησία. Όμως ο χαζούλιακας ο αδερφός μου, που είναι μικρός ακόμα και δεν καταλαβαίνει τι παναπει να ζητάς ελεημοσύνη, της είπε μια μέρα, γιατί μαμά μαγειρεύει ξανά το φαγητό, αφού είναι μαγειρεμένο και η μαμά μου έβανε τα κλάματα, επειδή νόμιζε πως ούτε εγώ, ούτε ο αδερφός το είχαμε καταλάβει και νομίζαμε πως τα αγόραζε και τα μαγείρευε από μόνη της, όχι πως στεκότανε στην ούρα να πάρει ένα πιάτο φαΐ, σαν να ήτανε ζητιάνα. 
Τότε όμως εγώ έσωσα την κατάσταση και του εξήγησα του χαζού, πως η μαμά δούλευε κάπου σαν μαγείρισσα και πως μαγείρευε εκεί και τα δικά μας φαγητά αλλά επειδή κρυώνανε μεχρι να μας τα φέρει, καθότανε και τα ξαναζέσταινε… 
Και θα της έλεγα ακόμα της δασκάλας, ότι ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ περήφανος και μορφωμένος άνθρωπος κι όταν αναγκαστήκαμε να μετακομίσουμε στο σπίτι της γιαγιάς, επειδή μας εδίωξαν από το δικό μας το σπίτι, δεν μπορούσε να το αντέξει, που η γιαγιά τον κατηγορούσε διαρκώς ότι ήταν ανίκανος και ηλίθιος και τεμπέλης και γι' αυτό έπαιρνε ένα από τα λίγα βιβλία που του είχαν απομείνει, αφού μετά που έκλεισε το μαγαζί μας, αναγκάστηκε να τα πουλήσει και πήγαινε στο πάρκο, να διαβάσει ολομόναχος. 
Εγώ όμως που τον έβλεπα να γυρίζει αργά το βραδύ κατάκοπος, έπεφτα στην αγκαλιά του και τον παρακαλούσα να μου πει τις ιστορίες που ήξερε να αφηγείται όπως κανένας άλλος και του έλεγα, μπαμπά μην δίνεις σημασία που σε λέει αυτή τεμπέλη, γιατί εγώ δεν ξέρω κανέναν άλλον άνθρωπο που να φέρνει στο σπίτι του τόσες ιστορίες, αντίθετα όλοι οι μπαμπάδες των φιλενάδων μου, βαριούνται ακόμα και να χασμουρηθούν όταν τελειώνουν τα δελτία ειδήσεων. 
Όμως κανένας δεν δίνει λεφτά για να ακούει ιστορίες και έτσι ο μπαμπάς μου δεν είχε να πληρώσει το κράτος που του εζήταγε ένα σωρό λεφτά και επιπλέον δεν του έδινε ούτε το ρεύμα, ούτε το νερό που φαίνεται ότι ανήκουν στο κράτος και έτσι ο μπαμπάς μου αναγκάστηκε να έρθει μαζί μας, να μείνουμε όλοι μαζί στη γιαγιά και μπορεί μεν να γλίτωσε από το κράτος, δεν γλίτωσε όμως από τη γιαγιά. 
Κι ακόμα θα της έλεγα ότι την ήμερα του δεκαπενταύγουστου που φεύγουν όλοι από την Αθηνά για να πάνε σε κάποια παράλια, ο μπαμπάς μου έφυγε μια και καλή, για να ταξιδέψει στις παράλιες του Θεού, με εισιτήριο χωρίς επιστροφή, όπως βγάζουν οι αλβανίδες στα πούλμαν του Χαλουλου, επειδή μετά έρχονται οι άντρες τους και τις παίρνουν με τα αυτοκίνητα τους. Και θα της έλεγα επίσης ότι λίγες ημέρες πριν να φύγει ο μπαμπάς μου διάβαζε ένα βιβλίο, που το λένε: «Ο Χριστός σταμάτησε στο Μπόλι» και από αυτό μου αφηγούνταν ένα σωρό ιστορίες, για παιδιά σαν εμάς, που ζούσανε σε κάποια άλλη χωρά του κόσμου αλλά που κι εκείνα σαν εμάς, άνηκαν σε έναν άλλο θεό, πολύ κατώτερο από τον Χριστούλη, ο όποιος δυστυχώς δεν έχει τη δύναμη να εξασφαλίσει στα δικά του παιδιά ούτε ένα μπουκάλι γάλα. 
 Όλα αυτά θα της έλεγα της δασκάλας, αν με ρωτάγε και είμαι βέβαιη ότι θα της φαίνονταν πολύ πιο ενδιαφέροντα από όσα της είπανε τα αλλά παιδιά, που έκαμαν κι αυτό το καλοκαίρι ότι κάμουν συνήθως τα καλοκαιριά όλα τα παιδιά του κόσμου αλλά που δεν τους παίρνει από το μυαλό πως το επόμενο καλοκαίρι ή κάποιο άλλο καλοκαίρι, μπορεί και αυτά να βρεθούν σε μια θέση σαν τη δική μου. 
Όμως η δασκάλα δεν με ρώτησε και εγώ δεν της είπα τίποτα. Αλλά μετά που τελειώσαμε το μάθημα με πηρέ παράμερα και με αγκάλιασε, γιατί η δασκάλα μας είναι πολύ τρυφερή και μου είπε ότι ήθελε να μου δείξει κάτι που ήταν μονό για μένα. 
Κατεβήκαμε μαζί στο γραφείο των δάσκαλων και εκεί μου έδωσε μια ωραία καινούρια τσάντα που είχε μέσα όλα τα σχολικά ειδή και μου εξήγησε ότι αυτά μου τα έκαμαν δώρο οι δάσκαλοι, επειδή ήμουν η πρώτη μαθήτρια της τάξης μου, την περασμένη χρόνια. Εγω δεν την πίστεψα γιατί ξέρω καλά ότι η δασκάλα μου και οι άλλοι δάσκαλοι ως και η διευθύντρια του σχολειού, που είναι πολύ αυστηρή και της αρέσει το κράτος, με λυπόντουσαν και από λύπηση μου τα χάριζαν. 
Γι αυτό γύρισα μετά και της είπα - κύρια άμα τα είχα ανάγκη πραγματικά θα τα έπαιρνα και δεν με πολυνοιαζει έμενα αν με λυπούνται, ωστόσο να ξέρετε ότι τώρα πια έχουμε αρκετά χρήματα για να αγοράζουμε πράγματα και επιπλέον να πληρώνουμε και το κράτος, που μας ζητάει ολοένα και περισσότερα. Αυτό της ειπα και της γύρισα πίσω την ωραία τσάντα, για να τη δώσει σε κάποιο άλλο παιδί, που ίσως την έχει περισσότερη ανάγκη από μένα. 
Φυσικά δεν έκατσα να της εξηγησω πως μετα που εφυγε ο μπαμπας μου, η μαμά μου που είναι πολυ ομορφη και τον αγαπουσε παρα-παρα πολύ, ουτε έκλαψε, ούτε παραπονέθηκε, ουτε εβγαλε μια κουβέντα, παρα μαζεψε λιγα πραγματα και αφου μας φιλησε εμενα και τον αδερφο μου, μας ειπε ότι θα εφευγε να βρει καποια δουλεια, για να μην ξανακούσει να της μιλάει η γιαγιά μου ετσι για τον μπαμπα. Και ενώ ηταν ακόμα στην πόρτα, εμείς ακούσαμε τη γιαγιά που ωρύονταν και της φώναζε - τρελάθηκες μωρή, τι πας να κανείς? 
Όμως η μαμά μου ούτε που γύρισε να της απαντήσει και έκλεισε πίσω της την πόρτα με βρόντο. Τώρα έρχεται που και που να μας δει και μας λέει πως έχει βρει μια πολύ καλή δουλεία σε μια άλλη πόλη και οπότε μας επισκέπτεται  με τα χέρια της είναι γεμάτα δώρα. Λεφτά μας στέλνει συνέχεια και η γιαγιά μας αγοράζει αρκετά πράγματα και βάζει και κάποια στην άκρη, γιατί λέει ότι έτσι όπως πάμε, ούτε ο διάβολος δεν θα βρίσκει δουλεία σε λίγο καιρό. 
Ο αδερφός μου ο μπούρδας τη ρώτησε, αν η μαμά είναι πιο έξυπνη από τον διάβολο και γι' αυτό βρήκε δουλεία άλλα η γιαγιά έβαλε τα κλάματα και μουρμούρισε πως η μαμά μας αναγκάζεται να κάμει χειρότερα πράγματα κι από τον διάβολο, για να μας στέλνει αυτά τα λεφτά, να πληρώνουμε το κράτος, που είπαμε ότι τα θέλει όλα δικά του και δεν δίνει δεκάρα για το τι αναγκάζεται να κάμει ο κοσμάκης για να τα βρει… 
Όχι, δεν της τα είπα αυτά, γιατί δεν μου αρέσει να κουβεντιάζουνε τη μαμά μου, άνθρωποι που δεν έμαθαν ποτέ ποσό ερωτευμένη ήταν με τον μπαμπά μου και ποσό ξετρελαινόταν να της αφηγείται και αυτηνης ιστορίες και πολλές νύχτες περίμενε να αποκοιμηθώ εγώ, για να πάρει αυτή τη σειρά της να τον ακούει.
Όμως νομίζω πως η δασκάλα μου τα ξέρει όλα αυτά, οπως τα ξέρουνε όλοι στη γειτονία του Γκύζη και ισως να ξέρει και περισσοτερα από μενα, γιατί όταν της ειπα ότι χάρη στη μαμά μου εχουμε αρκετα λεφτά και δεν μου χρειάζεται η τσάντα, γύρισε άλλου το πρόσωπο της και δάκρυσε. 
Κι εγώ την τράβηξα από το μανίκι και της ειπα – μην κλαις κυρία, γιατί μπορει ο Χριστος να σταματησε στου Γκύζη, εγώ όμως θα συνεχίσω και θα πάω παραπέρα. Ακόμα και αν είναι να το κάνω σαν τη μαμά μου…» 

Για την αναμετάδοση: Λευτερης Πανουσης…

ΝΑΙ ΡΕ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΚΛΑΨΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΡΕΣ ΚΛΑΙΝΕ!!!!!! Έκλαψα, πραγματικά φοβάμαι, ὄχι το μέλλον, μα ἐμᾶς τους ιδίους, που δεν ἔχουμε τὴ δύναμη να λυτρώσουμε τη Πατρίδα και νε δώσουμε μιὰ ελπίδα στα παιδιά μας. Ντροπή μας!!!!!!!!!! 

Πηγή: ksipnistere.blogspot.gr

1 σχόλιο: