Του Χάρη Πιτσίλκα
Αποφεύγοντας συνειδητά πλέον να παρακολουθώ δελτία ειδήσεων, μπήκα στον πειρασμό να το κάνω τις τελευταίες ημέρες. Η εύλογη απορία που σχεδόν αστραπιαία γεννήθηκε στο μυαλό ήταν εάν τελικά οι άνθρωποι που έχουν επιλεγεί προκειμένου να χαράσσουν και να εφαρμόζουν πολιτικές – το εάν μπορεί να μιλάει κανείς επί της ουσίας για χάραξη & εφαρμογή πολιτικών στον καιρό των μνημονίων είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία – βιώνουν την ίδια κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα με όλους τους υπόλοιπους ή εν πάση περιπτώσει με τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Η πριμοδότηση μιας ’’bank run’’ συζήτησης από την πλευρά της κυβέρνησης πέρα από έργο μνημειώδους βλακείας, αποτελεί κυρίως ένδειξη της δυσχερούς θέσης στην οποία έχει περιέλθει ο συνασπισμός ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Η επίκληση φόβου ως τακτική πειθούς, είναι μια προσπάθεια επιρροής της στάσης και της συμπεριφοράς μέσω της προβολής όλων εκείνων των καταστροφικών συνεπειών που θα επιφέρει η μη συμμόρφωση με τις προτεινόμενες στάσεις. Αυτό που συχνά βέβαια αγνοείται είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τακτική προσφέρει τα όποια αποτελέσματα μόνο για όσο οι υποτιθέμενες ’’καταστροφικές συνέπειες που θα έρθουν’’ βαραίνουν περισσότερο στη ζυγαριά του καθενός από τις τραγικές συνέπειες που είναι ήδη εδώ. Με άλλα λόγια η επίκληση φόβου ίσως να ήταν αποτελεσματική εν έτη 2010, έπειτα όμως από τέσσερα χρόνια μνημονίου πρώτον έχει πλέον χάσει την ισχύ της και δεύτερον καταδεικνύει την ένδεια επιχειρημάτων και στρατηγικής των κυβερνώντων.
Το σίγουρο είναι πως η κυβέρνηση διαθέτει μια δική της λογική και λειτουργεί εντός μιας δικής της πάλι πραγματικότητας. Όταν όμως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας συμμερίζεται μια διαφορετική λογική, τότε αυτή η δεύτερη διαθέτει σαφέστατα περισσότερα στοιχεία αντικειμενικότητας από την πρώτη. Με την πάροδο του χρόνου λοιπόν η κυβερνητική μειοψηφία βρίσκεται να έχει πάρει διαζύγιο από την λογική και δη συναινετικό.
Έχοντας πολλοί ωστόσο σχεδόν δεδομένο ότι οι μέρες της παρούσας βουλής είναι μετρημένες, το κρίσιμο σημείο έγκειται στο τι μέλλει γενέσθαι μετά. Στο κατά πόσο δηλαδή αυτή η επιθυμία για αλλαγή πορείας είναι συνειδητή ή αποτελεί ένα ψευδεπίγραφο που νομοτελειακά θα αναγκάσει αργά ή γρήγορα μια κατά πολύ χειρότερη επιστροφή στο παρελθόν.
Άρα τι πρέπει να γίνει; Πρέπει επιτέλους να βρούμε το θάρρος που χρειάζεται προκειμένου να κοιταχτούμε στα μάτια, να απαντήσουμε με ειλικρίνεια στο αν η κρίση ήταν τελικά τόσο χρήσιμη και διδακτική όσο έπρεπε, να φανερώσουμε τις πραγματικές μας προθέσεις κι εν συνεχεία να βαδίσουμε προς τα δυσκολότερα. Κι όλα αυτά προτού η λογική εκδώσει διαζύγιο εις βάρος μας αυτή την φορά. Τόσο απλά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου