Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

Τα αργά αντανακλαστικά της αριστεράς - 27/04/13

Του Χάρη Πιτσίλκα
Το συγκεκριμένο κείμενο είναι γραμμένο προ διετίας, ωστόσο με τις εξελίξεις να τρέχουν θεωρώ πως είναι εξαιρετικά επίκαιρο σε ότι έχει να κάνει με την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας. 

Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη το αντίπαλο δέος της συλλήβδην δεξιάς έδειξε και τυπικά τις αδυναμίες του, κηρύττοντας οριστικά και αμετάκλητα το τέλος μιας εποχής που σημάδεψε ολόκληρο τον πλανήτη.

Το τι οδήγησε σε αυτή την κατάληξη παραμένει υπό συζήτηση, εξέταση, ανάλυση καθώς εξακολουθεί να κεντρίζει το ενδιαφέρον πολλών. Την ίδια στιγμή – ή μάλλον αρκετά πριν από την κατάρρευση (1979 Thatcher & 1981 Reagan) - η δεξιά κατόρθωσε να πάει ένα βήμα παρακάτω, μεταλλάσσοντας ουσιαστικά τμήμα του πυρήνα της ιδεολογίας της και πετυχαίνοντας με τον τρόπο αυτό να απαντήσει στο ερώτημα ’’μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου τι;’’. Ο φιλελευθερισμός έδωσε την σκυτάλη στον νεοφιλελευθερισμό και αυτή η στροφή προς τα δεξιά έγινε ευρύτερα γνωστή ως η νέα δεξιά.

Εξετάζοντας κανείς την πορεία της αντίπαλης ιδεολογίας γρήγορα διαπιστώνει πως αυτό το ’’βήμα παρακάτω’’ ουδέποτε έλαβε χώρα. Εστιάζοντας την προσοχή μας στην ελληνική αριστερά το παραπάνω συμπέρασμα δυστυχώς ισχύει. Μεγάλο κομμάτι της παραμένει εγκλωβισμένο σε σχήματα και επιχειρήματα του παρελθόντος που ελάχιστη πλέον επαφή έχουν με την πολιτική πραγματικότητα έτσι όπως διαμορφώνεται εν έτη 2013. Με άλλα λόγια ένα κομμάτι της αριστεράς ζει μέσα στην άρνηση. Ίσως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν να είχε δίκιο επινοώντας και εισάγοντας τον όρο της ’’αριστερής μελαγχολίας ’’, το βέβαιο είναι πως το πλήρωμα του χρόνου έχει προφανώς φθάσει για την απαλλαγή από αυτό το σύνδρομο που μόνο ως τροχοπέδη λειτουργεί στην σκέψη και πράξη πολλών ανθρώπων προερχόμενων από το συγκεκριμένο χώρο.

Σε μια προσπάθεια λοιπόν αποδέσμευσης και δυναμικής πορείας προς τα εμπρός κρίνεται σκόπιμη η απόπειρα σκιαγράφησης των βασικών χαρακτηριστικών μιας νέας κίνησης στα αριστερά του πολιτικού χάρτη, κατορθώνοντας ωστόσο να έχει απήχηση στο σύνολο του πολιτικού φάσματος κερδίζοντας έτσι την ουσιαστική υποστήριξη από όσο το δυνατόν πλατύτερα κοινωνικά στρώματα. Και αυτό γιατί; Διότι είναι προς το συμφέρον της δημοκρατίας και του πολιτεύματός μας σε μια αναμφισβήτητα δύσκολη περίοδο όπως η παρούσα να επιτευχθεί η ενσωμάτωση όσο το δυνατόν περισσοτέρων πολιτών, γεγονός που θα συμβάλλει τα μέγιστα στην εξασφάλιση της κοινωνικής ομαλότητας και όχι μια καθαρά καιροσκοπική εκλογική συνεργασία με προφανή στόχο την άνοδο και παραμονή στην εξουσία και την ικανοποίηση προσωπικών φιλοδοξιών.

Το ζητούμενο εδώ δεν είναι η επανάληψη ή περαιτέρω ενίσχυση θέσεων που με βρίσκουν ήδη σύμφωνο. Όπως επί παραδείγματι η χάραξη κι εφαρμογή επιτέλους ενός δίκαιου φορολογικού πλάνου στην βάση του οποίου ξεκάθαρα απορρίπτεται η οριζόντια φορολογική τιμωρία που αποτέλεσε αρνητική συνέπεια των πολιτικών που ακολούθησαν τα μνημόνια, δεν χρήζει υποστήριξης καθώς θεωρείται πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Ακολουθώντας την λογική συνέχεια της σκέψης, ένα τέτοιο φορολογικό σύστημα παρέχει τη δυνατότητα ανάπτυξης ενός νέου κοινωνικού κράτους που δίχως αμφιβολία χωλαίνει για κάποιους, αν δεν απειλείται με πλήρη αφανισμό για κάποιους άλλους. Ένα άλλο σημείο αφορά στις τράπεζες εν γένει και πολύ δε περισσότερο στις ελληνικές τράπεζες οι οποίες τυγχάνουν εξαιρετικά προνομιακής μεταχείρισης (εκτιμάται από ορισμένους ότι πάνω από 100 δις έχουν εισρεύσει στα ταμεία των τραπεζών εν μέσω κρίσης) σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμη και ’’δεξιόστροφα’’ σκεπτόμενοι άνθρωποι διερωτώνται μήπως θα ήταν εύλογο να εξεταστεί το ενδεχόμενο εθνικοποίησης των τραπεζών ή αν δεν εθνικοποιηθούν τότε τουλάχιστον να λάβουν μια νέα μορφή διοικήσεως στην οποία το κράτος θα μπορεί να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο στην πολιτική που ακολουθείται.

Μία είναι η βεβαιότητα με την οποία δυστυχώς πορευόμαστε. Το υπάρχον σύστημα δεν δουλεύει ή μάλλον για να μην ακούγεται σαν αφορισμός, το υπάρχον σύστημα δουλεύει κάνοντας τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.

Το ζητούμενο εδώ όμως είναι η αποτύπωση σκέψεων γύρω από την ελληνική εξωτερική πολιτική, από τις προσλαμβάνουσες μέρους της αριστεράς γύρω από το συγκεκριμένο θέμα και από την επιτακτική πλέον ανάγκη για αλλαγή νοοτροπίας.

Επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού ενός νευραλγικού τομέα της κυβερνητικής πολιτικής που εν ευθέτω χρόνω ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ θα κληθεί να σχεδιάσει και να ασκήσει. Κατά το ελληνικό παράδοξο η αριστερή ή κεντροαριστερή τοποθέτηση στην εξωτερική πολιτική εδράζεται λανθασμένα κατά τη γνώμη μου στις πιο ακραίες παραφυάδες αυτής παρά στις κεντρικές της θέσεις. Πιο συγκεκριμένα αποτελεί σχεδόν θέσφατο ότι αριστερά είναι ό, τι ευαγγελίζεται το KKE, ενώ κεντροαριστερές είναι οι πιο μετριοπαθείς απόψεις. Με άλλα λόγια όσο πιο κοντά στον προβληματικό μαξιμαλισμό των άκρων μια θέση, τόσο πιο αριστερή είναι. Έχοντας πει τα παραπάνω και ρίχνοντας μια ματιά σε διάφορες δηλώσεις (όπως αυτές των Γαϊτη, Μπαλάφα, του υπεύθυνου εξωτερικής πολιτικής Θεοδωρίδη ή εκείνη του Καραγιουσούφ) βρισκόμαστε στην καρδιά του προβλήματος. Ώρες – ώρες δημιουργείται η εντύπωση ότι αφήνονται οι συνιστώσες να χαρακτηρίζουν έναν κατά πολύ ευρύτερο πολιτικό χώρο, προκαλώντας δε μάλιστα ζημία δυσανάλογα μεγάλη σε σύγκριση με τις δυνάμεις που συσπειρώνουν γύρω τους. Ουδείς αντιλέγει πως η πολυφωνία είναι μια ευεργετική και δημοκρατική διαδικασία που καλό θα είναι όμως να παραμένει για εσωκομματική χρήση. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ όντας σταθερά στρατευμένος στη μάχη ενάντια στο μνημόνιο συγκέντρωσε πολλές δυνάμεις γύρω του, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση των ευθυνών απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις. Με άλλα λόγια ο κόσμος σήμερα θέλει να γνωρίζει - ει δυνατόν μετά βεβαιότητος - ποιος είναι σε θέση να κυβερνήσει και πως θα το κάνει με συναίσθηση ευθύνης.

Θεμελιώδες κριτήριο οφείλει να είναι η Ελλάδα και οι ανάγκες της. Εάν αυτό το κριτήριο δεθεί με επιστημονική γνώση, η ελληνική εξωτερική πολιτική κατορθώνει να αποφύγει αγκυλώσεις και να καταστεί ευέλικτη και αποτελεσματική. Στο σημείο αυτό ’’εφάπτεται’’ κατά κάποιο τρόπο η σπουδαιότητα του διεθνούς δικαίου.

Μια εξωτερική πολιτική που διαμορφώνεται με γνώμονα το διεθνές δίκαιο προσπερνά με ευκολία κακοτοπιές όπως η έξαρση εθνικιστικών κορωνών που ηχούν άσχημα στο εξωτερικό, αποκλείοντας ταυτοχρόνως την οδό της πόλωσης μεταξύ Χρυσής Αυγής και δυνάμεων της αριστεράς στο εσωτερικό, λειτουργώντας με τον τρόπο αυτό ως ανασχετικός μηχανισμός του ακροδεξιού πολιτικού κόσμου που ουσιαστικά τρέφεται από τέτοιου είδους πολώσεις. Διπλό το όφελος λοιπόν.

Ας γίνουμε λίγο περισσότερο πρακτικοί εξετάζοντας την συμφωνία για την ΑΟΖ με την Αλβανία επί κυβερνήσεως Καραμανλή (2009). Εντελώς αντικειμενικά μιλώντας πρόκειται για μια καλή συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ της Ελλάδος και της γείτονος χωρίς όμως εν τέλει να γίνει πλήρης αξιοποίηση αυτής της επιτυχίας. Γιατί συνέβη αυτό; Η αλβανική ηγεσία έθεσε στην κρίση του συνταγματικού δικαστηρίου την εν λόγω συμφωνία. Το συνταγματικό δικαστήριο με την σειρά του απεφάνθη πως η συμφωνία είναι άκυρη, γεγονός που αποδόθηκε από ορισμένους κύκλους σε παρέμβαση του τουρκικού παράγοντα. Ο τελευταίος δεν θα ήθελε, προφανώς λόγω των ανοιχτών θεμάτων στο Αιγαίο, ένα «δεδικασμένο» στην ευρύτερη περιοχή, που να έχει ευνοϊκά για τα ελληνικά συμφέροντα δεδομένα. Ερχόμενοι τώρα στις αστοχίες της ελληνικής πλευράς πρέπει να καταστεί σαφές σε όλους τους τόνους πως θα έπρεπε να μας είναι παντελώς αδιάφορες οι διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην εσωτερική έννομη τάξη της Αλβανίας. Με βάση τη διεθνή πρακτική υποχρεούνται τα συμβαλλόμενα μέρη να προχωρήσουν σε επικύρωση. Ορθότερα δε θα έπρεπε να έχουμε επικυρώσει πρώτοι κι εν συνεχεία να ασκούμε πιέσεις με μοχλό για παράδειγμα την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας στο ενδεχόμενο μη επικύρωσης μιας διεθνούς συμφωνίας. Αντ’ αυτού βρισκόμαστε στο 2013 και με αφορμή τον αγωγό TAP (Φεβρουάριος 2013) προσβλέπουμε στο αντάλλαγμα του ’’ξεπαγώματος’’ της συμφωνίας του 2009 για την ΑΟΖ και παρακάτω στον οριστικό καθορισμό της μεταξύ Ελλάδας – Αλβανίας.

Το ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: σε μια περίπτωση παρόμοια με αυτήν που περιγράφηκε παραπάνω εάν μια κυβέρνηση πράξει το αυτονόητο, χαρακτηρίζεται από εθνικισμό ή από πραγματισμό; Είναι εθνικιστική ή απλώς αντιλαμβάνεται ορθώς την εξωτερική πολιτική και τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται;

Μια άλλη βασική παράμετρος κατά την διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μιας χώρας - η οποία προφανώς δεν διαθέτει το εκτόπισμα των Η.Π.Α. - είναι η δημιουργία νέων συμμαχιών. Με δεδομένη την προτίμηση των Η.Π.Α. απέναντι στην Τουρκία – καλώς ή κακώς την χρειάζονται τόσο για τη Συρία όσο και για το Ιράν – πρέπει να κινηθούμε έξυπνα προς αναζήτηση ουσιαστικής υποστήριξης τόσο της οικονομίας όσο και της εθνικής μας κυριαρχίας από άλλους μεγάλους παίκτες της σκακιέρας της διεθνούς πολιτικής, βλέπε Ρωσία – Κίνα. Βεβαίως απαραίτητη προϋπόθεση αυτού του εγχειρήματος αποτελεί η απαγκίστρωση από την λογική της χώρας που φέρει τα χαρακτηριστικά ’’ημι-αποικίας’’ και η υιοθέτηση οράματος και νοοτροπίας αρμόζουσας σε μια χώρα που συνειδητά επιθυμεί να κάνει τα πρώτα της βήματα ως ενεργειακή δύναμη. Η παραπάνω θέση δεν συνεπάγεται σε καμία των περιπτώσεων ρήξη στις σχέσεις με τις Η.Π.Α.

Συνεπάγεται όμως δημιουργική αξιοποίηση των αντιθέσεων των ’’μεγάλων παικτών’’ προς ίδιον όφελος.

Όπως γίνεται αντιληπτό η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είναι το ζητούμενο. Η τήρηση λεπτών ισορροπιών παρουσιάζει δυσκολίες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως είναι ακατόρθωτη. Εν προκειμένω είναι αδιανόητο ο κόσμος και ο χώρος της αριστεράς, που διαχρονικά έχουν δώσει τους σπουδαιότερους αγώνες (κοινωνικούς, πολιτικούς, εθνικούς) να θεωρούνται ως ’’λιγότερο πατριώτες’’ πολύ δε χειρότερα ως ’’εθνικοί μειοδότες’’. Ακριβώς για αυτό τον λόγο η ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να αφήνεται στην τύχη της, ούτε φυσικά να τίθεται κατά ριψοκίνδυνο ή επιζήμιο τρόπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου