Του Δημήτρη Μάρδα*
Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Ο ενθουσιασμός του προφορικού λόγου υπουργών ή του ίδιου του πρωθυπουργού, υπερκαλύπτεται συχνά από τα πραγματικά δεδομένα και τις μη ευοίωνες προβλέψεις της οικονομίας.
Η ομιλία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ συνέπεσε με την πρώτη μη θετική αξιολόγηση του οίκου DBRS σύμφωνα με την οποία η Ελληνική οικονομία παραμένει «κολλημένη» στη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα έχοντας βέβαια θετικές προοπτικές! Παρόμοια θέση πήρε και ο αυστηρός οίκος Moody’s, ο οποίος εξακολουθεί να διατηρεί το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας μια θέση κάτω από την χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα. Βέβαια και αυτός δεν αποφεύγει να επισημάνει τις θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση επιδίωξε να χρυσώσει το χάπι «πατώντας» στις εν λόγω προοπτικές, αλλά η επενδυτική βαθμίδα είναι αυτή που μετράει! Η επενδυτική βαθμίδα είναι αυτή που θα προκαλούσε εισροές στην ελληνική αγορά επενδυτικών κεφαλαίων της τάξης των 20 δις ευρώ!Το φεγγάρι έχει δυο πλευρές τη φωτεινή και τη σκοτεινή του. Η φωτεινή πλευρά με
ή χωρίς σύννεφα είναι αυτή που προτάσσεται από την κυβέρνηση. Την σκοτεινή
όμως την παρακολουθούν οι οίκοι αξιολόγησης και οι διάφοροι αναλυτές που
ψάχνουν να προσδιορίσουν την πραγματική εικόνα της οικονομίας αγνοώντας την
εικονική της πραγματικότητα.
Ας δούμε λοιπόν κάποια τμήματα της σκοτεινής της πλευράς:
Το εμπορικό ισοζύγιο μας επιδεινώνεται από το 2020 με κάποιες
μικροδιακυμάνσεις. Κατά το πρώτο επτάμηνο του 2024 οι εξαγωγές ανήλθαν σε
29,9 δις ευρώ όταν το 2023 το αντίστοιχο ποσό ήταν 30,4 δις. ευρώ. Από την άλλη οι
εισαγωγές αυξήθηκαν κατά ένα περίπου δις ευρώ ανερχόμενες στα 49,3 δις ευρώ.
Το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε στα 19,3 ευρώ, γύρω στα 10% του ΑΕΠ, από τα
17,6 δις ευρώ του επτάμηνου του 2023. Μια ανησυχητική εξέλιξη που αποσιωπάται
από την κυβέρνηση, επηρεάζοντας αρνητικά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών,
κάτι που επισημαίνεται από τον οίκο Moody’s εδώ και καιρό!
Ως προς τις επενδύσεις, το επενδυτικό κενό της Ελλάδας στο χώρο των ιδιωτικών
επενδύσεων ανέρχεται σε 70-80 δις ευρώ ενώ των δημοσίων σε 30-40 δις ευρώ. Η
απουσία επενδύσεων αντανακλάται κυρίως στη βιομηχανία που αντιπροσωπεύει,
κατά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, το 14%, όταν στην Τουρκία το
αντίστοιχο ποσοστό είναι το 33% και στις χώρες της ΕΕ του ιδίου οικονομικού
μεγέθους της Ελλάδας άνω του 23%.
Στο πλαίσιο αυτό, η αποβιομηχάνιση της χώρας καλά κρατεί έχοντας πάρει μορφή
λαίλαπας. Έξι νέα λουκέτα το 2024 (Γιούλα, Sonoco, Βαρβαρέσος, Τσάνταλης,
Σύρμα, Firatex), έρχονται να συμπληρώσουν την έξοδο από το 2020 κάποιων άλλων
πολυεθνικών και μη όπως της, Frigoglass, Schneider Electric, Pipelife, Crown
Hellas, ΔΕΛΤΑ, Reckitt Benckiser, Tupperware, ΕΒΙΕΝ. Από την άλλη τόσο το 2022
όσο και το 2023 οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για επενδύσεις, ήταν οι διπλάσιες
από τις εγκριθείσες.
Η χώρα για να απογειωθεί χρειάζεται ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 5%. Το γεγονός
ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2024 θα είμαστε η δεύτερη αναπτυσσόμενη χώρα στην
ΕΕ, αυτό δεν υποδηλώνει κάποιο διαρκή δυναμισμό. Από την άλλη, για να έχουμε
θεματικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ απαιτείται να αυξηθούν οι επενδύσεις, οι
εξαγωγές και όχι η ιδιωτική ή δημόσια κατανάλωση. Δυστυχώς όμως κινητήρια
δύναμη αύξησης του ΑΕΠ από το 2021 είναι η ιδιωτική κατανάλωση που αυξάνεται
με διπλάσιους ρυθμούς σε σχέση με τις προβλέψεις, όπως αυτές δίνονται στην
Έκθεση του Υπουργού Οικονομικών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
Η έξαρση ης ιδιωτικής κατανάλωσης και όχι των επενδύσεων οδηγεί στην αύξηση
των εισαγωγών καταναλωτικών προϊόντων και όχι κεφαλαιουχικών. Μια αναλυτική
παρουσίαση της σύνθεσης των εισαγωγών δείχνει ότι η αύξηση των καταναλωτικών
αγαθών είναι αυτή που ερμηνεύει την επιδείνωση του εμπορικού ισοζυγίου και όχι
οι εισαγωγές σε κεφαλαιουχικά προϊόντα, που συνδέονται με την επενδυτική
δραστηριότητα.
Κύριες αιτίες που «κολλούν» τις επενδύσεις κατά τους διεθνείς αναλυτές είναι: Η
περιορισμένη χρηματοδότηση, η γραφειοκρατία-διαφθορά, η ασταθής φορολογική
πολιτική και η Δικαιοσύνη. Ως προς το τελευταίο, όπου οι Moody’s επιμένουν σε
αυτό, όσο η επίλυση μιας διαφοράς οικονομικού περιεχομένου χρειάζεται
περισσότερο από έξι μήνες, τόσο η εγχώρια και ιδίως η ξένη επενδυτική
δραστηριότητα θα είναι μειωμένη.
Ως προς τις ξένες επενδύσεις, εδώ συγχέονται οι ορισμοί. Ξένη Άμεση Επένδυση
(ΞΑΕ) σημαίνει ότι ο επενδυτής που θα αγοράσει ένα μεγάλο ποσοστό του
κεφαλαίου μιας εταιρίας, αναλαμβάνει και το μάνατζμεντ της εταιρίας.
Οι αγορές
ακινήτων δεν είναι ΞΑΕ αλλά απλές εισροές κεφαλιού με ασήμαντο
πολλαπλασιαστή. Οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες μαζί με
τις αγορές των ακινήτων έχουν την μερίδα του λέοντος στις λεγόμενες ΞΑΕ ενώ η
βιομηχανία και ο τουρισμός αντιπροσωπεύουν μόνο το 5% και 3% του συνόλου
αντίστοιχα.
Ως προς το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού που ακούστηκε γενικά και
αόριστα από το στόμα του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, αυτό αναφέρεται στο ετήσιο
πλεόνασμα που προέρχεται από τα δημόσια έσοδα μείον τις δαπάνες (δηλ. το
πρωτογενές πλεόνασμα). Αν προσθέσουμε σε αυτό το αποτέλεσμα και τους
ετήσιους τόκους που οφείλουμε να αποπληρώσουμε λόγω παλαιών δανείων, τότε
καταγράφεται ένα έλλειμμα. Αυτό το έλλειμμα καλύπτεται με δανεισμό. Οι δικές
μας δυνάμεις καλύπτουν λοιπόν μόνο ένα μέρος των τόκων ενώ το υπόλοιπο μαζί
με το κεφάλαιο που οφείλουμε να αποκληρώνουμε ετησίως καλύπτεται μόνο από
διαρκή δανεισμό.
Συνέπεια αυτού είναι το τσουνάμι αποπληρωμών παλαιότερων δανείων, που
έρχεται μετρά το 2025 (2026, 13 δις ευρώ) και το οποίο μετά από κάποιες
διακυμάνσεις τα επόμενα χρόνια κορυφώνεται το 2033 σε 17,5 δις ευρώ.
*Δημήτρης Μάρδας
Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
π. Αν. Υπουργός Οικονομικών και Υφ/γός Εξωτερικών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου